κλειτορίζω

κλειτορίζω
κλειτορίζω (Α)
βλ. κλειτοριάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κλειτορίζειν — κλειτορίζω touch the pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλειτορίζεσθαι — κλειτορίζω touch the pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλειτοριάζω — και κλειτορίζω (Α) [κλειτορίς] ψηλαφώ, πιάνω την κλειτορίδα («κλειτοριάζειν τὸ ἀκολάστως ἅπτεσθαι «τοῦ γυναικείου αἰδοίου», Λεξ. Σούδα) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”